νεφέλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεφέλωμα < νεφέλη + -ωμα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική nébuleuse)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεφέλωμα ουδέτερο
- (αστρονομία) ένφωτες επιφάνειες στόν ουρανό, οι οποίες με γυμνό μάτι φαίνονται σα μια θολή κηλίδα
- (αστρονομία) χώρος γέννησης άστρων
- (ιατρική) πάθηση των νεφρών
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- νεφέλωμα στη Βικιπαίδεια
- διάχυτο νεφέλωμα
- νεφέλωμα ανάκλασης
- νεφέλωμα εκπομπής
- σκοτεινό νεφέλωμα
- πλανητικό νεφέλωμα
- γαλαξίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)