νεωστί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεωστί < νέως (< νέος) + -τί (επιρρηματικό επίθημα)

Επίρρημα[επεξεργασία]

νεωστί (χρονικό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]