νταούλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νταούλι τα νταούλια
      γενική του νταουλιού των νταουλιών
    αιτιατική το νταούλι τα νταούλια
     κλητική νταούλι νταούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νταούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νταούλι / ταβούλι < οθωμανική τουρκική (τουρκική davul), αραβική ς προέλευσης → δείτε το μεσαιωνικό νταούλι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /daˈu.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντα‐ού‐λι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νταούλι ουδέτερο

  1. (μουσικό όργανο) παραδοσιακό μουσικό όργανο, είδος τύμπανου που κρέμεται από τον ώμο, στο πλάι, και παίζεται χτυπώντας και τις δύο πλευρές του
  2. (μεταφορικά) για κάτι πολύ πρησμένο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

διαλεκτικά

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

επώνυμα:

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]


Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νταούλι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική طاول (τουρκική davul) + , με αποβολή του [v] λόγω της χαλαρής άρθρωσης στα τουρκικά.[1] < πιθανόν αραβική طَبْل (ṭabl, τύμπανο). Δείτε και τη γλώσσα του Ησύχιου, ταβάλα[2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νταούλι ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  1. νταούλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.