νυφίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νυφίτσα οι νυφίτσες
      γενική της νυφίτσας
    αιτιατική τη νυφίτσα τις νυφίτσες
     κλητική νυφίτσα νυφίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μικρονυφίτσα - μουστέλα, Mustela nivalis.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νυφίτσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νυμφίτσα, υποκοριστικό του νύμφη[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /niˈfi.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νυ‐φί‐τσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νυφίτσα θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) μικρό σαρκοφάγο ζώο
    το μικρότερο σαρκοφάγο ζώο στην Ευρώπη, η νυφίτσα «Mustela nivalis Linné» μετρά 16 έως 19 cm για τα θηλυκά, 18 έως 22 εκατοστά για αρσενικά
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) ύπουλος, καταχθόνιος άνθρωπος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]