νόηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νόηση οι νοήσεις
      γενική της νόησης* των νοήσεων
    αιτιατική τη νόηση τις νοήσεις
     κλητική νόηση νοήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, νοήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νόηση < αρχαία ελληνική νόησις < νοέω / νοῶ < νόος / νοῦς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈno.i.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νόηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]