οικολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Οικολογία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικολογία οι οικολογίες
      γενική της οικολογίας των οικολογιών
    αιτιατική την οικολογία τις οικολογίες
     κλητική οικολογία οικολογίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οικολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική écologie (1910) ή γερμανική Ökologie (1866) < αρχαία ελληνική οἶκος οικο- + -λογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ko.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οι‐κο‐λο‐γία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οικολογία θηλυκό

  1. (επιστήμη, βιολογία) η μελέτη του μεγέθους και της διάδοσης των πληθυσμών των ζώντων οργανισμών
  2. η βιοπροστασία, η κινηματική βιοδιατήρηση-βιοδιάσωση-βιοπροστασία
    • η ενασχόληση με το περιβάλλον ως παράμετρος της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής και η προσπάθεια διατήρησής του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]