οικουμένη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οικουμένη < οἰκουμένη, μετοχή Ενεστώτα του οἰκέομαι -οῦμαι (: κατοικούμαι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οικουμένη θηλυκό

  • το σύνολο των λαών, των φυλών και των χωρών που κατοικούν τη γη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]