ομορφιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομορφιά οι ομορφιές
      γενική της ομορφιάς των ομορφιών
    αιτιατική την ομορφιά τις ομορφιές
     κλητική ομορφιά ομορφιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομορφιά < μεσαιωνική ελληνική ομορφιά < ομορφία < εμορφία < αρχαία ελληνική εὐμορφία < εὔμορφος < εὖ + μορφή

Προφορά

ΔΦΑ : /o.moɾˈfʝa/

Ουσιαστικό

ομορφιά θηλυκό

  1. η ωραιότητα της μορφής, η ιδιότητα ενός ανθρώπου ή αντικειμένου να θέλγει τις αισθήσεις
  2. ένας όμορφος τόπος, ένα αξιοθέατο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις