οργασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οργασμός | οι | οργασμοί |
γενική | του | οργασμού | των | οργασμών |
αιτιατική | τον | οργασμό | τους | οργασμούς |
κλητική | οργασμέ | οργασμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οργασμός < αρχαία ελληνική ὀργασμός < ὀργάω-ῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oɾ.ɣaˈzmos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οργασμός αρσενικό
- (ιατρική) το αποκορύφωμα της σεξουαλικής πράξης
- φτάνω σε οργασμό
- ≈ συνώνυμα: εκσπερμάτιση (για τον άνδρα), χύσιμο (οικείο ή χυδαίο)
- φτάνω σε οργασμό
- (μεταφορικά) έντονη δραστηριότητα σε κάποιον τομέα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οργασμός