παρακράτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρακράτος τα παρακράτη
      γενική του παρακράτους των παρακρατών
    αιτιατική το παρακράτος τα παρακράτη
     κλητική παρακράτος παρακράτη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρακράτος < παρα- + κράτος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρακράτος ουδέτερο

  • ομάδες και δραστηριότητες που καθοδηγούνται μυστικά από κρατικούς μηχανισμούς αλλά λειτουργούν εκτός των θεσμών του κράτους και δρουν με κύριο όπλο τη βία και την τρομοκράτηση των πολιτικών - ιδεολογικών αντιπάλων τους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]