παραλογισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραλογισμός < αρχαία ελληνική παραλογισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραλογισμός αρσενικό
- σκέψη χωρίς λογική
- ακραία κατάσταση μέσα στην οποία ο άνθρωπος χάνει τα λογικά του
- ο παραλογισμός του πολέμου