πατίνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πατίνι τα πατίνια
      γενική του πατινιού των πατινιών
    αιτιατική το πατίνι τα πατίνια
     κλητική πατίνι πατίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατίνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική pattini, πληθυντικός του pattino (προφορά /ˈpat.ti.no/) που θεωρήθηκε ενικός ουδετέρου. Η μετακίνηση του τόνου, σύμφωνα με τα ιταλικά δάνεια σε -ίνι.[1]
Πατίνια.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paˈti.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐τί‐νι
παρώνυμα: πιατίνι, πατίνα
Παιδικό πατίνι.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πατίνι ουδέτερο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]