περδικάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | περδικάκι | τα | περδικάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | περδικάκι | τα | περδικάκια |
κλητική | περδικάκι | περδικάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περδικάκι < πέρδικ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περδικάκι ουδέτερο
- (φυτό) παρασιτικό φυτό του γένους Parietaria
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- στα αρχαία ελληνικά: ἀλσίνη, ἑλξίνη, ὀνόπορδον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περδικάκι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)