πορθμείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πορθμείο | τα | πορθμεία |
γενική | του | πορθμείου | των | πορθμείων |
αιτιατική | το | πορθμείο | τα | πορθμεία |
κλητική | πορθμείο | πορθμεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πορθμείο < αρχαία ελληνική πορθμεῖον < πορθμός < περάω / περῶ < πέρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /poɾθˈmi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πορθ‐μεί‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πορθμείο ουδέτερο
- πλεούμενο που μεταφέρει ανθρώπους, εμπορεύματα και οχήματα στην απέναντι όχθη ή ακτή
- τα ναύλα που πληρώνει κάποιος για τη μεταφορά αυτή
- τόπος για πέρασμα στην απέναντι όχθη ή ακτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πορθμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)