πουρμπουάρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πουρμπουάρ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική pourboire < φράση pour (για) boire (να πίνω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /puɾ.buˈaɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πουρ‐μπου‐άρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πουρμπουάρ ουδέτερο άκλιτο

  1. το φιλοδώρημα
    Θα παίρνεις το βασικό μισθό και ό,τι βγάζεις από τα πουρμπουάρ.
    Αυτός ο τσιφούτης δεν αφήνει ποτέ πουρμπουάρ.
     συνώνυμα: μπαξίσι, ρεγάλο
  2. (μεταφορικά) η δωροδοκία, ο χρηματισμός
    → δείτε και μίζα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]