ρόκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Το φυτό ρόκα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρόκα οι ρόκες
      γενική της ρόκας
    αιτιατική τη ρόκα τις ρόκες
     κλητική ρόκα ρόκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Διάφορες ελληνικές ρόκες

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρόκα (ηλακάτη) < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρόκα < ιταλική rocca
ρόκα (φυτό) < μεσαιωνική ελληνική ρόκα < ιταλική ruca

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɾo.ka/
Ρόκα για στήριξη καλωδίου.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρόκα θηλυκό

  1. ράβδος στην οποία τοποθετούταν μαλλί για γνέσιμο
     συνώνυμα: ηλακάτη
  2. (φυτό) ποώδες φυτό με άσπρα άνθη (επιστημονική ονομασία Eruca sativa), που τα φύλλα του τρώγονται σε σαλάτες
  3. μικρό στήριγμα για καλώδιο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]