σαντούρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαντούρι τα σαντούρια
      γενική του σαντουριού των σαντουριών
    αιτιατική το σαντούρι τα σαντούρια
     κλητική σαντούρι σαντούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σαντούρ από μια ιρανική μικρογραφία ζωγραφικής από το 1830.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαντούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική santur < περσική سنتور

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sanˈdu.ɾi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαντούρι ουδέτερο

  • (μουσικό όργανο) ανατολίτικο έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δύο λεπτές ράβδους (μπαγκέτες)
    —Ζορμπά [...] Θα τρώμε και θα πίνουμε μαζί. Κι ύστερα θα παίζεις σαντούρι.
    —Αν έχω κέφι, ακούς; Αν έχω κέφι. Να σου δουλεύω όσο θες σκλάβος σου! Μα το σαντούρι είναι άλλο πράμα. Είναι θεριό, θέλει λευτεριά. Αν έχω κέφι, θα παίζω· θα τραγουδώ κιόλα. Και θα χορεύω....
    Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]