σιμιγδάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιμιγδάλι τα σιμιγδάλια
      γενική του σιμιγδαλιού των σιμιγδαλιών
    αιτιατική το σιμιγδάλι τα σιμιγδάλια
     κλητική σιμιγδάλι σιμιγδάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιμιγδάλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σιμιγδάλι < ελληνιστική κοινή σεμιδάλιν < αρχαία ελληνική σεμίδαλις (θηλυκό) [1]
Ψιλό σιμιγδάλι.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιμιγδάλι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιμιγδάλι < ελληνιστική κοινή σεμιδάλιν με ανάπτυξη του ⟨γ⟩ κατά το άμύγδαλονκαι τροπή [se] < [si] [1] < αρχαία ελληνική σεμίδαλις (θηλυκό) < δάνειο ανατολικής προέλευσης[2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιμιγδάλι ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σιμιγδάλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «σιμιγδάλι», «σεμίδαλις»Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. «σεμίδαλιν», «σεμίδαλιςν» ως μεσαιωνικά - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .