σκορδαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκορδαλιά | οι | σκορδαλιές |
γενική | της | σκορδαλιάς | των | σκορδαλιών |
αιτιατική | τη | σκορδαλιά | τις | σκορδαλιές |
κλητική | σκορδαλιά | σκορδαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκορδαλιά θηλυκό
- (γαστρονομία) συνοδευτικό πιάτο ή ορεκτικό της ελληνικής κουζίνας με βασικό υλικό το σκόρδο, που περιέχει επίσης ψωμί, πατάτα, λάδι, καρύδια ή άλλα υλικά χτυπημένα όλα μαζί σ’ ένα ομογενοποιημένο μείγμα με κρεμώδη υφή
- ※ ...διότι ούτε σκορδαλιά άνευ σκορόδων γίνεται και, φυσικώς, ούτε συνεδρίασις παραδοχής άνευ υποψηφίου (Leo-Taxil, Τα μυστήρια των Φραμμασόνων, 1890, σελ. 31 [1])
- ※ μυττωτόν, (ουδ) η σκορδάρμη, σκορδαλιά (Γεώργιος Κωνσταντίνου εξ Ιωαννίνων, Λεξικον τετραγλωσσον, Dictionarium quatuor linguarum, Tomus Primus, Βενετία, εκδ. Δημητρίου Θεοδοσίου, 1786, σελ. 596 [2])
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σκορδαλιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)