σκουληκότρυπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκουληκότρυπα <
- σκουλήκι + τρύπα
- (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική wormhole, όρος που επινόησε ο θεωρητικός φυσικός John Archibald Wheeler (1911 – 2008)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκουληκότρυπα θηλυκό
- (σπάνιο) τρύπα στο χώμα που φαίνεται να έχει γίνει από σκουλήκι
- (φυσική) υποθετικό χωροχρονικό τούνελ, με συχνή αναφορά σε έργα επιστημονικής φαντασίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)