σταθερά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sta.θeˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στα‐θε‐ρά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

σταθερά < σταθερ(ός) + επίθημα για επιρρήματα

Επίρρημα[επεξεργασία]

σταθερά

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταθερά οι σταθερές
      γενική της σταθεράς των σταθερών
    αιτιατική τη σταθερά τις σταθερές
     κλητική σταθερά σταθερές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σταθερά< ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου σταθερός από την αρχαία κλίση σταθερός (αρσενικό), σταθερά (θηλυκό), τὸ σταθερόν (ουδέτερο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταθερά θηλυκό

  1. κάτι που παραμένει σταθερό
    Η φιλία τους ήταν μια σταθερά στη ζωή τους όλα αυτά τα χρόνια.
  2. (μαθηματικά) ποσότητα που παραμένει αμετάβλητη
  3. (πληροφορική) constant: μοιάζει με την μεταβλητή, αλλά η τιμή που λαμβάνει μένει αμετάβλητη κατά την εκτέλεση του προγράμματος. Συνήθως το όνομά της είναι με κεφαλαία γράμματα. Η σταθερά χρησιμεύει στο ευανάγνωστο, στην αποσφαλμάτωση και στη συντήρηση ενός μεγάλου πηγαίου κώδικα.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3[επεξεργασία]

σταθερά: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σταθερά



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

  1. στᾰθερά [στᾰθερ]
  2. στᾰθερά [στᾰθερ]
    1. ονομαστική και κλητική πληθυντικού, θηλυκού γένους του σταθερός
    2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, θηλυκού γένους του σταθερός