σταυραετός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταυραετός οι σταυραετοί
      γενική του σταυραετού των σταυραετών
    αιτιατική τον σταυραετό τους σταυραετούς
     κλητική σταυραετέ σταυραετοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταυραετός < σταυρ- + αετός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταυραετός αρσενικό

  1. (πτηνό) είδος αετού
    άλλες μορφές: σταυραϊτός
  2. (προσφώνηση, ιστορία, λαϊκό, μεταφορικά) (για γενναίο άντρα) τιμητική προσφώνηση προς εκδήλωση θαυμασμού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]