στείρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στείρωση | οι | στειρώσεις |
γενική | της | στείρωσης* | των | στειρώσεων |
αιτιατική | τη | στείρωση | τις | στειρώσεις |
κλητική | στείρωση | στειρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στειρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στείρωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στείρωση θηλυκό
- η ενέργεια του στειρώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στείρωση
|