σύνορα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsi.no.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐νο‐ρα
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- σύνορα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
σύνορα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- λέξεις με συνορ- με διαφορετικές ετυμολογίες και σημασίες: → δείτε σχόλιο στο σύνορο
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- σύνορα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
σύνορα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σύνορο
Πηγές[επεξεργασία]
- σύνορα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σύνορα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (σύνορον) του σύνορος
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
σύνορα
- (συνηρημένο) β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού ενεστώτα του συνοράω
- (συνηρημένος αιολικός & δωρικός τύπος ) α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής & υποτακτικής ενεστώτα του συνοράω
- (επικός - ομηρικός & ιωνικός τύπος ) γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού παρατατικού του συνοράω
Πηγές[επεξεργασία]
- συνορα μορφολογία@perseus.tufts.edu]
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (αρχαία ελληνικά)
- Αιολική διάλεκτος - ρηματικοί τύποι
- Επικοί τύποι - ρηματικοί τύποι
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)