ταμπούρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταμπούρο τα ταμπούρα
      γενική του ταμπούρου των ταμπούρων
    αιτιατική το ταμπούρο τα ταμπούρα
     κλητική ταμπούρο ταμπούρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ταμπούρο από ντραμς.
Ταμπούρο παρελάσεων.
Ταμπούρα φρένων.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταμπούρο < (άμεσο δάνειο) γαλλική tambour de frein (αρχική σημασία: ταμπούρλο) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταμπούρο ουδέτερο

  1. (μουσικό όργανο) τύμπανο με ειδικό έλασμα, ταμπούρλο
  2. σύστημα φρένων οχημάτων και γενικά μηχανών, στο οποίο η πέδηση γίνεται μέσα σε ειδικό τύμπανο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]