τεχνίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τεχνητός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τεχνίτης οι τεχνίτες
      γενική του τεχνίτη των τεχνιτών
    αιτιατική τον τεχνίτη τους τεχνίτες
     κλητική τεχνίτη τεχνίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεχνίτης < αρχαία ελληνική τεχνίτης < τέχνη + -ίτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τεχνίτης αρσενικό (θηλυκό: τεχνίτρα & τεχνίτρια)

  1. (επάγγελμα) ο επαγγελματίας που ασκεί μια τέχνη, συνήθως ένα χειρωνακτικό επάγγελμα, ή έχει μια ειδική τεχνική εκπαίδευση
    θα φωνάξω τον τεχνίτη για το βάψιμο του σπιτιού
  2. (μεταφορικά) (ή (ειρωνικό)) αυτός που είναι εξαιρετικά επιδέξιος σε κάτι
    μεγάλος τεχνίτης του λόγου, τεχνίτης στην απάτη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]