τρύγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τρύγος | οι | τρύγοι |
γενική | του | τρύγου | των | τρύγων |
αιτιατική | τον | τρύγο | τους | τρύγους |
κλητική | τρύγε | τρύγοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρύγος < ελληνιστική τρύγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρύγος αρσενικό
- (γενικότερα) η συγκομιδή των σταφυλιών από το αμπέλι
- (ειδικότερα) η συλλογή μελιού ή κερύθρας από κυψέλη
- (σπάνιο) η συγκομιδή φρούτων γενικά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- θέρος, τρύγος, πόλεμος: λέγεται όταν απαιτείται μεγάλη και συλλογική προσπάθεια για κάτι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρύγος < τρύγη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρύγος ουδέτερο