τυχαιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυχαιότητα < τυχαίος + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) serendipity)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τυχαιότητα θηλυκό
- συνδυασμός γεγονότων, τα οποία από μόνα τους δεν παράγουν θετικό αποτέλεσμα, ενώ, όταν συνδυάζονται, παράγουν
- (μαθηματικά) κατάσταση που δεν εμφανίζει προβλεψιμότητα, μοτίβο και τάξη μεταξύ των συστατικών που την περιγράφουν
- ακούσια και αναπάντεχη ανακάλυψη (ή γενικότερα απόκτηση γνώσης), που συμβαίνει τυχαία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τύχη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυχαιότητα
|