υπέδαφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπέδαφος | τα | υπεδάφη |
γενική | του | υπεδάφους | των | υπεδαφών |
αιτιατική | το | υπέδαφος | τα | υπεδάφη |
κλητική | υπέδαφος | υπεδάφη | ||
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπέδαφος < υπό + έδαφος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sous-sol)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπέδαφος ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις υπό και έδαφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'έδαφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)