φακελάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φακελάκι τα φακελάκια
      γενική
    αιτιατική το φακελάκι τα φακελάκια
     κλητική φακελάκι φακελάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φακελάκι < φάκελ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fa.ceˈla.ci/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φακελάκι ουδέτερο (πληθυντικός φακελάκια)

  1. υποκοριστικό του φάκελος
  2. (ειδικότερα) συσκευασία που περιέχει κάποιο προϊόν σε μικρή ποσότητα ή σε ποσότητα που αντιστοιχεί σε μία δόση
    θα ήθελα δύο φακελάκια από αυτό το καινούριο φάρμακο για τον πονοκέφαλο
  3. (μεταφορικά) χρήματα που χρησιμοποιούνται για δωροδοκία
     συνώνυμα: μπαξίσι
    πολλοί γιατροί στα δημόσια νοσοκομεία σε κοιτάζουν μόνο αν τους δώσεις φακελάκι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φάκελος

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια