φερμιόνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φερμιόνιο < (λόγιο δάνειο) αγγλική fermion < Enrico Fermi (Ενρίκο Φέρμι: ιταλοαμερικανός φυσικός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φερμιόνιο ουδέτερο
- (στοιχειώδες σωματίδιο) σωματίδιο (θεμελιώδες ή σύνθετο) με ημιακέραια ιδιοστροφορμή (spin) που υπακούει στην στατιστική Fermi–Dirac, μόνο ένα φερμιόνιο διατηρεί συγκεκριμένη κβαντική βαθμίδα (Pauli exclusion principle) (περισσότερα από ένα φερμιόνια δεν δύναται να καταλάβουν την ίδια κβαντοβαθμίδα σε αντίθεση με τα μποζόνια)
- ※ Ό,τι υπάρχει στο Σύμπαν πιστεύεται ότι χωρίζεται σε δύο κατηγορίες στοιχειωδών σωματιδίων. Η πρώτη είναι τα θεμελιώδη φερμιόνια (όμως υπάρχουν και πάμπολα μη θεμελιώδη αποτελούμενα από θεμελιώδη μα και χρωμοδυναμική/ισχυροπυρηνική ενέργεια, και είναι κοινά και σταθερά), τα οποία είναι συστατικά της ύλης. Η δεύτερη είναι τα θεμελιώδη μποζόνια, τα οποία λειτουργούν ως φορείς των φυσικών δυνάμεων και των αντίστοιχων πεδίων τους. Το φωτόνιο, για παράδειγμα, μεταδίδει την ηλεκτρομαγνητική δύναμη στη μορφή φωτός και είναι φορέας του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου. ([1] εφημερίδα Το Βήμα)
- ↪ μη στοιχειώδη φερμιόνια: όλα τα άτομα με μονό αριθμό νετρονίων (γιατί τα πρωτόνια αντιστοιχίζονται με τα ηλεκτρόνια), όλοι οι συνδυασμοί μονού αριθμού quarks ή λεπτονίων
Υπώνυμα[επεξεργασία]
- βαρυόνιο
- ηλεκτρόνιο
- πρωτόνιο
- νετρόνιο
- κουάρκ
- νετρίνο
- άτομο με μονό αριθμό νετρονίων
- πολυκουάρκ μονού αριθμού
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στοιχειώδη σωματίδια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)