φιλελεύθερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλελεύθερος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φιλελεύθερος < αρχαία ελληνική φίλος + ἐλεύθερος

Επίθετο[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλελεύθερος η φιλελεύθερη το φιλελεύθερο
      γενική του φιλελεύθερου της φιλελεύθερης του φιλελεύθερου
    αιτιατική τον φιλελεύθερο τη φιλελεύθερη το φιλελεύθερο
     κλητική φιλελεύθερε φιλελεύθερη φιλελεύθερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλελεύθεροι οι φιλελεύθερες τα φιλελεύθερα
      γενική των φιλελεύθερων των φιλελεύθερων των φιλελεύθερων
    αιτιατική τους φιλελεύθερους τις φιλελεύθερες τα φιλελεύθερα
     κλητική φιλελεύθεροι φιλελεύθερες φιλελεύθερα
Συγκρίνετε με την κλίση του ουσιαστικοποιημένου φιλελεύθερος.
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

φιλελεύθερος, -η, -ο

  1. που αγαπάει την ελευθερία
  2. που έχει προοδευτικές ιδέες οι οποίες αφορούν τη διεύρυνση της κοινωνικής και οικονομικής ελευθερίας και ταυτόχρονα εκφράζει μια δυσπιστία σχετικά με παλαιότερους θεσμούς
  3. (πολιτική) που χαρακτηρίζεται ως φιλελεύθερος, οπαδός του φιλελευθερισμού και κομμάτων που χαρακτηρίζονται ως 'φιλελεύθερα'
    (στην Ευρώπη): συντηρητικός, κεντρώος
    (στις ΗΠΑ): προοδευτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις φίλος, ελεύθερος και ελευθερία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλελεύθερος οι φιλελεύθεροι
      γενική του φιλελεύθερου
φιλελευθέρου
των φιλελεύθερων
φιλελευθέρων
    αιτιατική τον φιλελεύθερο τους φιλελεύθερους
φιλελευθέρους
     κλητική φιλελεύθερε φιλελεύθεροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

φιλελεύθερος

  1. (πολιτική) οπαδός του πολιτικού φιλελευθερισμού
  2. (πολιτική, οικονομία) οπαδός του οικονομικού φιλελευθερισμού

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
φῐλελευθερ-
ονομαστική / φιλελεύθερος τὸ φιλελεύθερον
      γενική τοῦ/τῆς φιλελευθέρου τοῦ φιλελευθέρου
      δοτική τῷ/τῇ φιλελευθέρ τῷ φιλελευθέρ
    αιτιατική τὸν/τὴν φιλελεύθερον τὸ φιλελεύθερον
     κλητική ! φιλελεύθερε φιλελεύθερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φιλελεύθεροι τὰ φιλελεύθερ
      γενική τῶν φιλελευθέρων τῶν φιλελευθέρων
      δοτική τοῖς/ταῖς φιλελευθέροις τοῖς φιλελευθέροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φιλελευθέρους τὰ φιλελεύθερ
     κλητική ! φιλελεύθεροι φιλελεύθερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φιλελευθέρω τὼ φιλελευθέρω
      γεν-δοτ τοῖν φιλελευθέροιν τοῖν φιλελευθέροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλελεύθερος < αρχαία ελληνική (φίλος) φιλ- + ἐλεύθερος

Επίθετο[επεξεργασία]

φιλελεύθερος, -ος, -ον

Αναφορές[επεξεργασία]