φυματίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυματίωση | οι | φυματιώσεις |
γενική | της | φυματίωσης* | των | φυματιώσεων |
αιτιατική | τη | φυματίωση | τις | φυματιώσεις |
κλητική | φυματίωση | φυματιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φυματιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυματίωση < φυμάτι(ον) + -ωση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tuberculose
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fi.maˈti.o.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυματίωση θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- φυματίωση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυματίωση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)