χολολιθίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χολολιθίαση < (καθαρεύουσα) χολολιθίασις < (χολή) χολο- + λιθίασις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χολολιθίαση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χολολιθίαση