χρεόγραφο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χρεόγραφο | τα | χρεόγραφα |
γενική | του | χρεόγραφου & χρεογράφου |
των | χρεόγραφων & χρεογράφων |
αιτιατική | το | χρεόγραφο | τα | χρεόγραφα |
κλητική | χρεόγραφο | χρεόγραφα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρεόγραφο < χρέος + -ο- + γράφω < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Wertpapier
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρεόγραφο ουδέτερο
- (οικονομία) έγγραφο που αποδεικνύει την κατοχή μετοχών, ομολογιών ή χρηματιστηριακών τίτλων
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)