χρεόγραφο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρεόγραφο τα χρεόγραφα
      γενική του χρεόγραφου
χρεογράφου
των χρεόγραφων
χρεογράφων
    αιτιατική το χρεόγραφο τα χρεόγραφα
     κλητική χρεόγραφο χρεόγραφα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρεόγραφο < χρέος + -ο- + γράφω < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Wertpapier

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρεόγραφο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]