χρονογράφημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρονογράφημα < χρονογραφώ + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρονογράφημα ουδέτερο
- (λογοτεχνία) δημοσιογραφικό κείμενο με επίκαιρο χαρακτήρα, που σχολιάζει με εύθυμο τρόπο και παιγνιώδη, ειρωνική διάθεση, ποικίλα κοινωνικά, πολιτιστικά ή πολιτικά θέματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρονογράφημα
|