ωμοπλάτη
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ωμοπλάτ
η
οι
ωμοπλάτ
ες
γενική
της
ωμοπλάτ
ης
των
ωμοπλατ
ών
αιτιατική
την
ωμοπλάτ
η
τις
ωμοπλάτ
ες
κλητική
ωμοπλάτ
η
ωμοπλάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
ωμοπλάτη
<
αρχαία ελληνική
ὠμοπλάτη
Όψη των οστών του θώρακα από πίσω· διακρίνονται οι δύο τριγωνικές
ωμοπλάτες
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
ωμοπλάτη
θηλυκό
(
ανατομία
) το καθένα από τα δύο τριγωνικά οστά της πλάτης που δυνδέουν τον
βραχίονα
με την
κλείδα
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
ωμοπλατιαίος
ωμοπλατοσκοπία
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
ωμοπλάτη
αγγλικά
:
scapula
(en)
,
shoulder blade
(en)
γαλλικά
:
omoplate
(fr)
ιταλικά
:
schiena
(it)
πολωνικά
:
łopatka
(pl)
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ανατομία (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Čeština
Polski
Русский
Svenska
Türkçe