όμικρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όμικρον > (ελληνιστική κοινή) ὂ μικρόν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

όμικρον ουδέτερο άκλιτο

  • το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (ο, κεφαλαίο: Ο)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]