όφσετ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όφσετ < αγγλική offset < off- + set

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

όφσετ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]