encore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
encore encores

encore (en)

  • το μπιζάρισμα, μπιζάρω
    a prolonged encore - παρατεταμένο μπιζάρισμα
    He received ten encores.
    Τον μπιζάρισαν δέκα φορές.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • encore στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας encore
γ΄ ενικό ενεστώτα encores
αόριστος encored
παθητική μετοχή encored
ενεργητική μετοχή encoring

encore (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

encore < λατινική hinc-ad-horam

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɑ̃.kɔʁ/
 

Επίρρημα[επεξεργασία]

encore (fr)