τσίρκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσίρκο | τα | τσίρκα |
γενική | του | τσίρκου | των | τσίρκων |
αιτιατική | το | τσίρκο | τα | τσίρκα |
κλητική | τσίρκο | τσίρκα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσίρκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική circo < λατινική circus < αρχαία ελληνική κίρκος (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sker- (κάμπτω, γυρίζω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσίρκο ουδέτερο
- περιοδεύων θίασος με ακροβάτες, ταχυδακτυλουργούς, κλόουν, εκπαιδευμένα ζώα κ.ά. που δίνει παραστάσεις για το κοινό
- η παράσταση που δίνει ο παραπάνω θίασος και το θέαμα που προσφέρει
- ο χώρος (συνήθως σε μια κυκλική σκηνή) όπου δίνονται οι παραπάνω παραστάσεις
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- τσίρκο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)