elastisch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

elastisch (de)

  1. ελαστικός, λαστιχένιος
  2. εύκαμπτος, ευλύγιστος

Κλίση[επεξεργασία]