eldonaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eldonaĵo | eldonaĵoj |
αιτιατική | eldonaĵon | eldonaĵojn |
eldonaĵo (eo)
- η δημοσίευση, το έντυπο