elect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
elect (en) (χωρίς παραθετικά)
- εκλεγμένος ή εκλεγμένη, και σε αναμονή της ανάληψης των καθηκόντων του/της
- όροι: president elect
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | elect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | elects |
αόριστος | elected |
παθητική μετοχή | elected |
ενεργητική μετοχή | electing |
elect (en)