electrical
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | electrical |
συγκριτικός | more electrical |
υπερθετικός | most electrical |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]electrical (en)
- ηλεκτρικός, που συνδέεται με ηλεκτρισμό· που χρησιμοποιεί ή παράγει ηλεκτρική ενέργεια
- ⮡ Conversion of energy from solar to electrical is important for green technology.
- Η μετατροπή ενέργειας από ηλιακή σε ηλεκτρική είναι σημαντική για την πράσινη τεχνολογία.
- ⮡ When buying electrical appliances, don’t forget to ask for the manufacturer’s warranty.
- Όταν αγοράζετε ηλεκτρικές συσκευές μην ξεχνάτε να ζητήσετε την εγγύηση του εργοστασίου.
- ≈ συνώνυμα: electric
- ⮡ Conversion of energy from solar to electrical is important for green technology.