Μετάβαση στο περιεχόμενο

electrical

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός electrical
συγκριτικός more electrical
υπερθετικός most electrical

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
electrical < electric + -al

Επίθετο

[επεξεργασία]

electrical (en)

  • ηλεκτρικός, που συνδέεται με ηλεκτρισμό· που χρησιμοποιεί ή παράγει ηλεκτρική ενέργεια
      Conversion of energy from solar to electrical is important for green technology.
    Η μετατροπή ενέργειας από ηλιακή σε ηλεκτρική είναι σημαντική για την πράσινη τεχνολογία.
      When buying electrical appliances, don’t forget to ask for the manufacturer’s warranty.
    Όταν αγοράζετε ηλεκτρικές συσκευές μην ξεχνάτε να ζητήσετε την εγγύηση του εργοστασίου.
     συνώνυμα: electric