Μετάβαση στο περιεχόμενο

electricity

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
electricity electricities

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
electricity < electric + -ity

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

electricity (en)