electricity
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
electricity | electricities |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]electricity (en)
- (φυσική) ο ηλεκτρισμός, το ηλεκτρικό, το ηλεκτρικό ρεύμα
- ⮡ heated by electricity - θερμαινόμενος με ηλεκτρισμό
- ⮡ electricity bill - λογαριασμός του ηλεκτρικού
Πηγές
[επεξεργασία]- electricity - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 360. ISBN 9780194325684., λήμμα: ηλεκτρικό, ηλεκτρισμός