Μετάβαση στο περιεχόμενο

electrify

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας electrify
γ΄ ενικό ενεστώτα electrifies
αόριστος electrified
παθητική μετοχή electrified
ενεργητική μετοχή electrifying

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
electrify < electric + -fy

electrify (en) (μεταβατικό)

  1. ηλεκτρίζω, εξηλεκτρίζω, κάνω κάτι να λειτουργεί με ηλεκτρισμό· περνάω ηλεκτρικό ρεύμα σε κάτι
      The house was electrified for the first time in 1950.
    Το σπίτι ηλεκτρίστηκε για πρώτη φορά το 1950.
      The engineers are electrifying the grid to provide power to the area.
    Οι μηχανικοί ηλεκτρίζουν το δίκτυο για την παροχή ρεύματος στην περιοχή.
  2. ηλεκτρίζω, δημιουργώ ένταση θετικά, ευχάριστα
      The leader’s speech electrifies the crowds every time.
    Η ομιλία του ηγέτη ηλεκτρίζει τα πλήθη κάθε φορά.