electroshock
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
electroshock (en)
- το ηλεκτροσόκ
Ρήμα[επεξεργασία]
electroshock (en)
- (μεταβατικό) κάνω ηλεκτροσόκ (σε κάποιον)
electroshock (en)
electroshock (en)