elekto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | elekto | elektoj |
αιτιατική | elekton | elektojn |
elekto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | elekto | elektoj |
αιτιατική | elekton | elektojn |
elekto (eo)