elektronika
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- elektronika < elektronik + -a
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | elektronika | elektronikaj |
αιτιατική | elektronikan | elektronikajn |
elektronika (eo)